- ποδοκνημικός
- -ή, -ό, Νφρ. «ποδοκνημική άρθρωση»ανατ. η άρθρωση μεταξύ κνήμης και περόνης, με την οποία γίνονται οι κινήσεις κάμψεως-εκτάσεως τού άκρου ποδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + κνήμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].
Dictionary of Greek. 2013.